πειθω

πειθω
    I.
    πειθώ
    -οῦς ἥ
    1) искусство убеждения
    

μελίγλωσσοι πειθοῦς ἐπαοιδαί Aesch. — медоточивые слова убеждения, сладкоречивые уговоры

    2) убеждение, уговаривание
    

πειθοῖ καὴ βίᾳ Xen. — и убеждением, и силой;

    μετὰ πειθοῦς Plat. — путем убеждения

    3) средство убеждения, довод
    

(π. τινα ἔχειν πρός τινα Eur.)

    π. τινα ζητεῖν Arph. — искать какого-л. довода

    4) послушание, повиновение
    

(ἥ π. καὴ ἥ καρτερία Xen.)

    II.
    πείθω
    (fut. πείσω, aor. 1 ἔπεισα, aor. 2 ἔπῐθον, pf. πέπεικα; эп. imper. aor. 2 πέπιθε; эп. opt. πεπίθοιμι; med.: aor. 2 ἐπιθόμην; pass.: fut. πεισθήσομαι, aor. ἐπείσθην, pf. πέπεισμαι, pf. 2 πέποιθα)
    1) убеждать, уговаривать, увещевать
    

(τινὰ, φρένας τινός и φρένας τινί, θυμόν τινος и θυμόν τινι Hom.; τινὰ λόγῳ Aesch. - ср. 4; τὰ περί τινος NT.)

    π. τινὰ ἑκόντα ποιεῖν τι Xen. — убеждать кого-л. сделать что-л. по доброй воле;
    οὐ πείθοντες Xen. — не прибегая к убеждениям, т.е. действуя силой;
    ἄγειν τινὰ πείσαντα Soph. — уговорить кого-л. уйти;
    νῦν δὲ πέπεισμαι Plat. — теперь же я (в этом) убедился;
    πεποιθότες ἐφ΄ ἑαυτοῖς NT. — уверенные в себе;
    med. — поддаваться убеждению, слушаться, повиноваться (τινι Hom., Xen. etc.;
    τοῖς λόγοις τινός Aesch.; τῷ νόμῳ Plat.):
    τίς τοι ἔπεσιν πείθηται ; Hom. — кто послушается твоих слов?;
    πείθου! и πιθοῦ! Soph. — послушайся!;
    ἐμοὴ πίθεσθε μέ βαρυστόνως φέρειν Aesch. — послушайтесь меня, не предавайтесь горю;
    π. τῇ παροιμίᾳ Plat. — следовать поговорке

    2) упрашивать, склонять, смягчать
    

(τινὰ δώροισίν τ΄ ἔπεσσί τε Hom.; τέν καρδίαν τινός NT.)

    μισθῷ π. τινὰ ποιεῖν τι Her. — склонить кого-л. за деньги сделать что-л.;
    χρήμασι πεισθῆναί τι Thuc. — за деньги согласиться на что-л.;
    πεπεισμένος γόοις τινός Aesch. — побужденный чьими-л. жалобами

    3) возбуждать, поднимать
    

(ἀνέμῳ θυέλλας Hom.)

    4) (преимущ. med.) доверять(ся), полагаться, верить
    

(λόγῳ τινί Plat. - ср. 1; οἱ μὲν ἐπείθοντο τοῖς λεγομένοις, οἱ δὲ ἠπίστουν NT.)

    ὔμμιν πέποιθα σαωσέμεναι νέας ἁμάς Hom. — вы, полагал я, спасете наши корабли


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "πειθω" в других словарях:

  • Πειθῶ — Πειθώ Persuasion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πειθώ Persuasion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθῶ — Πειθώ Persuasion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πειθώ Persuasion fem acc sg πειθός masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — persuade pres subj act 1st sg πείθω persuade pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — πείθω, έπεισα βλ. πίν. 37 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Πειθώ — Persuasion fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθώ — Persuasion fem nom sg πειθός masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πειθώ — η η πειστική δύναμη του λόγου: Η καλύτερη συμφωνία γίνεται με την πειθώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πείθω — έπεισα, πείστηκα, πεπεισμένος, κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου: Κατόρθωσα να πείσω τους γονείς μου να με στείλουν στην εκδρομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πειθῷ — πειθός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»